
Eχω τρεις κόσμους. Μια θάλασσα, έναν
ουρανό κι έναν πράσινο κήπο: τα μάτια σου.
Θα μπορούσα αν τους διάβαινα και τους τρεις, να σας έλεγα
πού φτάνει ο καθένας τους. Η θάλασσα, ξέρω.
Ο ουρανός, υποψιάζομαι. Για τον πράσινο κήπο μου,
μη με ρωτήσετε.
Ταξιδια του Νου και της Καρδιας... Ταξιδια της Ψυχης... Ταξιδια χωρις Ορια, με Εμποδια μα χωρις Φραγμους... Το αεναο Ταξιδι της ψυχης, μητε Αρχη εχει, μητε Τελος... Μοναχα Στασεις και Σταθμους Μετεπιβιβασης (εκει που αλλαζουν οι συνταξιδωτες)... Το Ταξιδι της Γνωσης δεν σταματα ποτε... ΕΛΑ ΜΑΖΙ ΜΑΣ...
ένας άντρας πήγε σ' ένα απ' αυτά τα «σπίτια», πήρε
μια γυναίκα,
μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο, αντί να γδυθεί και να
επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα», οι άλλοι επ' έξω
δόστου χτυπήματα στην πόρτα. Με τα πολλά
άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές - ακούς εκεί
διαστροφή
να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανείς δεν τον ξανάδε πια.
Και μόνο εκείνη η γυναίκα, θαρθεί η αναπότρεπτη ώρα
μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ' την πιο βαθειά, την πιο
μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.
Ε! Εσείς που είστε πουλιά του ουρανού
και με τα πνεύματα κάνετε παρέα
βάλτε τα χέρια στα μαλλιά ενός παιδιού
πριν τα ζυγώσει η ανάσα μιας σφαίρας.
Έχει παράσιτα η οθόνη του ουρανού
και έτσι μας κάνει
στα βράχια των ωκεανών να βρίσκουμε λιμάνι...
Ε! Εσείς οι δικαστές του ουρανού
κρατήστε πάλι τη παλιά τη ζυγαριά σας
είναι βαρύτερη η ψυχή ενός παιδιού
ή τα εγκλήματα που γίναν στ' όνομά σας;
Μίστερ Ντάλλες,
γιατί να σας το κρύψουμε;
Η ζωή είναι πολύ ακριβή στη χώρα μας.
Παραδείγματος χάριν: δεν μπορείτε να αγοράσετε
παρά μόνο δυο δράμια αρνί της Άγκυρας με 23 σεντς
ή δυο οκάδες ξερά κρεμμύδια
ή μισή οκά φακές
ή μια πήχυ σάβανο
ή έναν άνθρωπο αγορασμένο για ένα μήνα ολάκερο,
χαμένο μες στη χακί ομοιομορφία και τα μυδράλια,
έτοιμο να σκοτώσει ή να σκοτωθεί.
Ίσως ποτέ του να μην έχει δει τη θάλασσα.
Ίσως αγαπάει στα δάση το κυνήγι
Ή ίσως έχει αφήσει την καρδιά του σε μια κοριτσίστικη παλάμη.
Κι όμως Μίστερ Ντάλλες,
υπάρχει κάτι ακόμα που δεν σας είπαν μέχρι σήμερα.
Αυτός ο άνθρωπος που σας τον πουλάνε για 23 σεντς,
υπήρχε πολύ πριν φορέσει τη στολή που του δώσατε.
Υπήρχε σαν άνθρωπος,
υπήρχε σκυμμένος επάνω στο υνί του.
Υπήρχε πριν κι ακόμα πριν
εσείς βαφτίσετε τις πολιτείες σας.
Ναι, Μίστερ Ντάλλες,
όταν ακόμα ήταν ένα χωράφι η Νέα Υόρκη σας.
Αυτός έχτιζε θόλους μολυβδοπελεκητούς,
πλατειούς κι απέραντους σαν τον γαλάζιο ουρανό.
Λάξευε το μάρμαρο λες κι ύφαινε.
Έριχνε πάνω απ' τους μεγάλους ποταμούς
γέφυρες με σαράντα δυο καμάρες.
Αυτός για να μαζέψει μια μέρα όλους τους λαούς σε δείπνο αδελφικό
και να τους πει:
«όλα είναι κοινά από σήμερα. Όλα, έξω απ' τα χείλη της αγαπημένης».
Αυτός, ο Χασάν ο εργάτης,
ο Μεχμέτ ο χωρικός
ο Αλή ο δάσκαλος
Μα προσέξτε, γιατί το φτηνό το κρέας τα σκυλιά το τρώνε.
Και μη σας τρομάξει αν αύριο, τη μέρα του ισολογισμού,
δείτε ότι σας στοίχισε πολύ ακριβά
αυτός ο φαντάρος των 23 σεντς.
Μ' άλλα λόγια,
ο φτωχός, ο αντρειωμένος μουο δουλευτής λαός μου.
Μεγάλος,
όπως όλοι οι λαοί του κόσμου.Όλη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
κοντά στη θάλασσα, στο νησί.
Ήσουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.
Ίσως πολύ αργά
ενώθηκαν τα όνειρά μας,
στα ψηλά ή στα βαθιά,
στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος,
στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.
Ίσως το όνειρό σου
χωρίστηκε από το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με έψαχνε
όπως πρώτα
υπήρχες όταν δεν ακόμα,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλάι σου,
και τα μάτια σου έψαχναν
αυτό που τώρα
- ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό -
σου δίνω με γεμάτα χέρια,
γιατί εσύ είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.
Κοιμήθηκα μαζί σου
όλη τη νύχτα, ενώ
η σκοτεινή γη γυρίζει
με ζωντανούς και νεκρούς,
και σαν ξύπνησα ξάφνου
καταμεσής στη σκιά
το μπράτσο μου τύλιγε τη μέση σου.
Ούτε η νύχτα, ούτε ο ύπνος
μπόρεσαν να μας χωρίσουν.
Κοιμήθηκα μαζί σου
και ξύπνησα με το στόμα σου
βγαλμένο από τον ύπνο
να μου δίνει τη γεύση από τη γη,
από τη θάλασσα, από τα φύκια,
από το βάθος της ζωής σου,
και δέχτηκα το φιλί σου
μουσκεμένο από την αυγή
σαν να έφθανε
από τη θάλασσα που μας περιβάλλει.
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ' έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
Ποιές είναι οι Πλάτρες; Ποιός το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα;
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων ή των θεών.
η μοίρα μου που κυματίζει ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα μ' έφερε εδώ σ' αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι βγήκε απ' το πέλαγο σαν Αφροδίτη.
σκέπασε τ' άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά ‘βρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ' αλλάζει.
Πού ειν' η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης.
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ' ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ' άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους - ποιος θα τό -λεγε - η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:
«Δεν ειν' αλήθεια, δεν ειν' αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα.
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία - ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ' έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα ατόφιο.
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης.
τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ' είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ' ανάμεσό τους;
Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.
Δακρυσμένο πουλί, στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητηΠοιητικολογιες,
πολιτικολογιες, κοινωνικολογιες.
Στη σβουρα
σταυρος με φωσφορο.
Εγω,
στο καδρο'
φωτογραφια
με κουνημενο κεφαλι
η μανα μου δε με γνωριζει.
"Ποια ειναι αυτη", λεει,
"η μαϊμου...."
"Εγω μανα..."
Δαγκωθηκε.
Θυμηθηκε πως εκεινη με γεννησε,
αλλιως με ηθελε,
δεν ξερει πως.
Μ΄εστειλε να ξαναβγαλω φωτογραφια
πριν τυπωθει, πεθανε.
Θελω ο γυιος μου να ΄χει φωτογενεια.
Κληρος κι αυτος
να΄σαι γονιος και να΄μαι γιος
δικος σου και δικος μου.
Κρασι χρονωνε
ψημενο σε βαρια δογα,
περασμενο απο δισκοποτηρο
επινες, μανα,
μοσχαναθρεμμενη και νταντεμενη ησουνα.
Και εσυ πατερα...
σε ποτιζε η αναγκη
στου ενου και τ΄αλλουνου τη δουλεψη
κι ανακατο
με ξιδι και νερο σου το ΄διναν
κι εγινες σκληρος και βαρβαρος
δυνατος κι ωραιος.
Μπερδευτηκαμε κι οι τρεις μεσα μου,
χημειο,
ξιδι και μελι
λουλουδι κι αγκαθι.
Γελιο και δακρυ.
Εγω ειμ΄αυτος,
ο γιος σας,
καμαρωστε με και φυλαχτειτε.
..................................................
Θελω καπου τα πραγματα
να τα εξουσιαζω,
ωστοσο....
παντα εξουσιαζομαι
κι εξουσιαζομαι, απο πραγματα που
νομιζω πως εξουσιαζω
κι ειν΄η ζωη αλλοκοτη,
μαζι μικρη κι ωραια,
πισω μπρος, παλι πισω, παραπισω...
τιποτα;!
κι ομως...θα με βολευε να πιστευα πως
θα ξαναγεννηθω.
Εχω καιρο θα λεγα
σιγα σιγα... αυριο...
μα δε θυμαμαι τιποτα
απο τον πρωτο δρομο...
...Τουτος ο δρομος,
ο πρωτος κι ο στερνος!;
Όμως μέσα σ' αυτό το λίγο σου, σ' αυτό το περιορισμένο σου, είχα την κακοτυχία να διακρίνω σκιές περαστικές που με πυρπόλησαν. Σκιές του απέραντου. Αυτό που δεν έλεγχες, αυτό που δεν γνώριζες, προσπερνούσε από μια σου έκφραση, από μια σου χειρονομία τυχαία και με καθήλωνε.
Δεν περιγράφεται η ματιά, η κίνηση, ο ήχος.
Ό,τι κι αν σου πω δεν θα σου μεταδώσω αυτό που μ' έκανε να σε θέλω έτσι. Το απέραντο είναι άπιαστο, απερίγραπτο, ακαθόριστο. Χιλιάδες να λέω εναντίον σου αμέσως θα παραλύσουν μπροστά στη γρήγορη κίνηση του χεριού σου μόλις σηκωθεί για να φτάσει στα χείλη σου και να δαγκώσεις το μικρό σου νυχάκι σμίγοντας τα φρύδια σα να σκέφτεσαι κάτι δύσκολο.
Για μια τέτοια κίνηση, κάποιες ώρες, ένιωθα έτοιμος και τη ζωή μου να δώσω.
Για μια τέτοια κίνηση!
Σαν σινιάλο άλλων κόσμων ερχόταν προς εμένα κι ανέτρεπε όσα σου καταμαρτυρούσα. Από κατήγορο με μετέτρεπε σε ζητιάνο σου!
Για μια τέτοια κίνηση!
Δεν θα απορήσω ποτέ ξανά για το τι είναι εκείνο που αλυσοδένει ένα ζευγάρι. Δεν φαίνεται αυτό που αλυσοδένει. Εμείς οι απ' έξω δεν βλέπουμε τίποτα όμως ένας άντρας κανείς δεν ξέρει τι σινιάλα δέχεται από το βλέμμα μια γυναίκας, απ' την ανάσα της, από το γέλιο της, από την πιο ανεπαίσθητη χειρονομία της, από το άρωμά της.
Οι ώρες, οι ελάχιστες, που πίστευα πως σε είχα δικιά μου, που ήσουνα όπως σε ήθελα, άνοιγαν τη βασιλεία του ουρανού που με δεχότανε.
Το κρεβάτι μας άπλωνε και γινόταν το πανάκριβο "τώρα" που επιτέλους ακινητούσε της ροές του άγχους μου και με μεταμόρφωνε σε μακαριότητα. Όμως μαζί σου κρατούσε ελάχιστα.
Αμέσως μόλις χωρίζαμε το εφιαλτικό παιχνίδι, με τους δείκτες του ρολογιού μ' έρριχνε σε ασθματικά κυνηγητά. Οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα σάρκαζαν την ψυχή μου που μακριά σου έτρεχε συνεχώς σε ανάποδα κυλιόμενη κορδέλα. Να σε προλάβει, να σε συλλάβει, να σε κατακρατήσει και να επαναλάβει μαζί σου εκείνο το θαυμαστό "τώρα" του έρωτα.
Εκείνο το εξαίσιο "τώρα" του έρωτα, το τόσο ανεκτίμητο κι ακριβοπληρωμένο μπορεί και να μη συμβαίνει μονάχα μαζί σου. Ελπίζω...
Αυτή η ελπίδα με σώζει απ' την καταδίκη της άγριας εξάρτησης από σένα. Μπορεί να 'σουν η πρόγευση άλλων ηδονών που από άλλους δρόμους βρίσκονται ασφαλέστερα και διαρκέστερα. Δείγμα παραδείσου μέσα στην κόλαση μου άφησες.
Η πρόγευσή σου μου άναψε φωτιές. Κι όχι μόνο στο κορμί μα και στην ψυχή κι αυτό είναι το δυσκολότερο. Νιώθω ρακένδυτος οδοιπόρος που βγήκα για να ξαναβρώ εκείνο που αστραπιαία μου αποκάλυψε η σχισμή των δικών σου φιλιών.
Μόλις έφτασαν στην ήπειρο, το κλίμα άλλαξε στον ουρανό έλαμπε ένας γενναιόδωρος ήλιος και από κάτω τους εκτεινόταν η χρυσαφένια άμμος της ερήμου Σαχάρα. Ο άνεμος συνέχισε να τα σπρώχνει προς τα δάση του Νότου, καθώς στη έρημο δεν βρέχει σχεδόν ποτέ.
Ωστόσο, τα νεαρά σύννεφα είναι σαν τους νεαρούς ανθρώπους. Το σύννεφό μας λοιπόν αποφάσισε ν' απομακρυνθεί από τους γονείς του και τους μεγαλύτερους φίλους του για να γνωρίσει τον κόσμο.
- Τι κάνεις εκεί; Φώναξε ο άνεμος. Η έρημος είναι όλη ίδια!
Γύρνα στο σμήνος και θα πάμε στο κέντρο της Αφρικής, όπου υπάρχουν εκθαμβωτικά βουνά και δέντρα!
Αλλά το νεαρό σύννεφο, ανυπότακτο από τη φύση του, δεν υπάκουσε. Χαμήλωσε σιγά-σιγά, έως ότου κατάφερε να αιωρηθεί σε μια γενναιόδωρη και γλυκιά αύρα και να πλησιάσει τη χρυσαφένια άμμο. Αφού τριγύρισε αρκετά, πρόσεξε ότι ένας από τους αμμόλοφους του χαμογελούσε. Είδε ότι κι εκείνος ήταν νέος, πρόσφατα σχηματισμένος από τον άνεμο που μόλις είχε περάσει. ήην ίδια στιγμή ερωτεύτηκε την χρυσή του κόμη.
- Καλημέρα, είπε. Πώς είναι η ζωή εκεί κάτω;
- Έχω την συντροφιά των άλλων αμμόλοφων, του ήλιου, του ανέμου και των καραβανιών που περνούν από δω πότε-πότε. Μερικές φορές κάνει πολλή ζέστη, όμως είναι υποφερτή. Και πώς είναι η ζωή εκεί πάνω;
- Κι εδώ υπάρχει άνεμος και ήλιος, αλλά το πλεονέκτημα είναι ότι μπορώ και τριγυρνάω στον ουρανό και να μαθαίνω πολλά πράγματα.
- Για μένα η ζωή είναι σύντομη, είπε ο αμμόλοφος. Όταν ο άνεμος επιστρέψει από τα δάση, θα εξαφανιστώ.
- Και αυτό σου προκαλεί θλίψη;
- Μου δίνει την εντύπωση ότι δεν χρησιμεύω σε τίποτα.
- Κι εγώ αισθάνομαι το ίδιο. Μόλις περάσει ο επόμενος άνεμος θα πάω στο Νότο και θα μεταμορφωθώ σε βροχή. Αυτή είναι η μοίρα μου ωστόσο.
Ο αμμόλοφος δίστασε, αλλά τελικά είπε:
- Ξέρεις ότι εμείς εδώ στην έρημο τη βροχή την λέμε «παράδεισο»;
- Δεν ήξερα ότι μπορούσα να μεταμορφωθώ σε κάτι τόσο σημαντικό, είπε το σύννεφο γεμάτο περηφάνια.
- Έχω ακούσει πολλούς μύθους από γέρικους αμμόλοφους . Λένε ότι μετά τη βροχή καλυπτόμαστε από χλόη και λουλούδια. Εγώ όμως ποτέ δεν θα μάθω τι είναι αυτό, γιατί στην έρημο βρέχει πολύ σπάνια.
Ήταν η σειρά του σύννεφου να διστάσει. Αμέσως μετά όμως του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο.
- Αν θέλεις, μπορώ να ρίξω πάνω σου βροχή. Αν και μόλις έφτασα, σ' έχω ερωτευθεί και θα Τθελα να μείνω εδώ για πάντα.
- Όταν σε είδα για πρώτη φορά στον ουρανό κι εγώ σε αγάπησα, είπε ο αμμόλοφος. Αν όμως μεταμορφώσεις την ωραία λευκή κόμη σου σε βροχή, θα πεθάνεις.
- Η Αγάπη δεν πεθαίνει ποτέ, είπε το σύννεφο. Μεταμορφώνεται. Κι εγώ θέλω να σου δείξω τον παράδεισο.
Άρχισε λοιπόν να χαϊδεύει τον αμμόλοφο με μικρές σταγόνες και παρέμειναν μαζί μέχρι που εμφανίστηκε το ουράνιο τόξο. ήην επόμενη μέρα ο μικρός αμμόλοφος ήταν καλυμμένος με λουλούδια. Κάποια σύννεφα που περνούσαν με προορισμό την Αφρική νόμισαν ότι εκεί ήταν ένα κομμάτι του δάσους που έψαχναν κι έριξαν κι άλλη βροχή. Λίγα χρόνια μετά, ο αμμόλοφος είχε μεταμορφωθεί σε όαση, η οποία τους δρόσιζε με τη σκιά των δέντρων της.
δαγκωθηκαν, στα νυχια τους μειναν κομματια δερμα, γδαρθηκανε
σαν δυο ανυπερασπιστοι εχθροι, σε μια στιγμη, αλλοφρονες, ματωμενοι, βγαλανε μια κραυγη,
σα ναυαγοι που, λιγο πριν ξεψυχησουν, θαρρουν πως βλεπουν φωτα, καπου μακρια.
Κι οταν ξημερωσε, τα σωματα τους σα δυο μεγαλα ψαροκοκκαλα
ξεβρασμενα στην οχθη ενος καινουργιου ματαιου πρωινου.
Το θεμα ειναι τ ω ρ α τι λες
Καλα φαγαμε καλα ηπιαμε
Καλα τη φεραμε τη ζωη μας ως εδω
Μικροζημιες και μικροκερδη συνοψιζοντας
Το θεμα ειναι τ ω ρ α τι λες.
Στο παιδι μου
Στο παιδι μου δεν αρεσαν ποτε τα παραμυθια
Και του μιλουσανε για Δρακους και για το πιστο σκυλι
Για τα ταξιδια της πενταμορφης και για τον αγριο λυκο
Μα στο παιδι δεν αρεσαν ποτε τα παραμυθια
Τωρα, τα βραδια, καθομαι και του μιλω
Λεω το σκυλο σκυλο, το λυκο λυκο, το σκοταδι σκοταδι,
Του δειχνω με το χερι τους κακους, του μαθαινω
ονοματα σαν προσευχες, του τραγουδω τους νεκρους μας,
Α, φτανει πια!
Πρεπει να λεμε την αληθεια στα παιδια.