Ολη τη νυχτα παλεψαν απεγνωσμενα να σωθουν απο τον εαυτο τους,
δαγκωθηκαν, στα νυχια τους μειναν κομματια δερμα, γδαρθηκανε
σαν δυο ανυπερασπιστοι εχθροι, σε μια στιγμη, αλλοφρονες, ματωμενοι, βγαλανε μια κραυγη,
σα ναυαγοι που, λιγο πριν ξεψυχησουν, θαρρουν πως βλεπουν φωτα, καπου μακρια.
Κι οταν ξημερωσε, τα σωματα τους σα δυο μεγαλα ψαροκοκκαλα
ξεβρασμενα στην οχθη ενος καινουργιου ματαιου πρωινου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου