Ταξιδιώτης

Ταξιδιώτης

Καλως ήλθατε στο Ιστολόγιο του Ταξιδιώτη

Η σελίδα δημιουργήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2007
και θα εμπλουτίζεται περιστασιακά με νέα θέματα
ΜΑΖΙ σας....
Taxidiotis

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2007

Ο Πράσινος Κήπος/Νικηφόρος Βρεττάκος










Eχω τρεις κόσμους. Μια θάλασσα, έναν
ουρανό κι έναν πράσινο κήπο: τα μάτια σου.
Θα μπορούσα αν τους διάβαινα και τους τρεις, να σας έλεγα
πού φτάνει ο καθένας τους. Η θάλασσα, ξέρω.
Ο ουρανός, υποψιάζομαι. Για τον πράσινο κήπο μου,
μη με ρωτήσετε.

Μικρόκοσμος/Ναζίμ Χικμέτ

















Και να, τι θέλω τώρα να σας πω
Μες στις Ινδίες μεσα στην πόλη της Καλκούτας,
φράξαν το δρόμο σ'έναν άνθρωπο.
Αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο κει που εβάδιζε.
Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχουμαι
να υψώσω το κεφάλι στ'αστροφώτιστα διαστήματα.
Θα πείτε, τ'άστρα είναι μακρυα
κι η γη μας τόση δα μικρή.

Ε, το λοιπόν, ο,τι και να είναι τ'άστρα,
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.
Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό,
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο,
είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει.
είναι ενας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ/Νάνος Βαλαωρίτης

ΛΕΝΕ ΠΟΛΛΟΙ ότι ο Κόσμος γεννήθηκε ανάποδα. Μ΄αυτό δεν είναι αλήθεια. Όσοι ήταν εκεί είπανε ότι γεννήθηκε κανονικά, με το κεφάλι κάτω κι όχι με τα πόδια απάνω. Η μάνα του Κόσμου ήταν μια φοβερή, μια μέγαιρα με τριχωτό κεφάλι, με νύχια και με δόντια σουβλερά σαν βελόνες. Αλλά ο Κόσμος ήταν όμορφος -ωραίος από την πρώτη στιγμή και τον καμάρωσε πρώτα ο ήλιος, ο θείος του και η σελήνη η θεία του κι ύστερα όλα τ΄ άστρα τ΄ουρανού τα ξαδέρφια του. Κατόπιν τον καμάρωσαν η θάλασσα και τα βουνά ύστερα τον καμάρωσαν τα ποτάμια, οι βράχοι, τα δέντρα, οι βροχές, τα σύννεφα. Όλοι τον καμάρωναν ίσαμε και τ΄ άγρια και τα ήμερα θεριά και τα πουλιά και τα ερπετά και στο βυθό της θάλασσας τα ψάρια. Μόνο ένας δεν τον καμάρωνε, ο Πατέρας του. Αυτός ήταν ζηλιάρης και φθονερός και λεγόταν Άβυσσος. Ήρθε μια μέρα στη μάνα του και προσπάθησε να ρίξει τον Κόσμο κάτω από ΄να μεγάλο γκρεμνό που του άνοιξε μπροστά του. Μα οι άγγελοι δώσανε στον Κόσμο φτερά και πέταξε. Και οι δαίμονες ακόμα τον μακάριζαν καθώς πετούσε. Τότες για να εκδικηθεί ο ΄Αβυσσος πήγε κι έκανε τρία άλλα παιδιά με τη Μέγαιρα τη μάνα του- έκανε το Χρόνο, τη Φθορά και το Κενό. Από τότες οι τρεις αυτοί συναγωνίζονται ποιος θα καταλύσει πρώτος τον ωραίο Κόσμο- που για μια στιγμή τον έχουμε κι ύστερα τον χάνουμε όλα εμείς τα πλάσματα της Στιγμής που μας τρώει η Φθορά μετά από λίγα Χρόνια και ξαναγυρίζουμε στο Κενό.

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ/Νανος Βαλαωριτης

ΠΟΛΙΟΡΚΟΥΜΕΘΑ ΛΟΙΠΟΝ Πολιορκούμεθα από ποιον Από σένα κι από μένα απ' τον τάδε και τον δείνα Πολιορκούμεθα στενά Από σύνορα, τελωνεία, ελέγχους διαβατηρίων, την Ιντερπόλ, τη στρατιωτική Αστυνομία, τα τανκς, τη ρητορεία, τη βλακεία, Απ' τα παράσημα, τις στολές, τους εκφωνηθέντας λόγους Τις υποσχέσεις, τις ψευτιές, την κουτοπονηριά Τη δήθεν αγανάκτηση των ιθυνόντων, την υποκρισία Την τηλεόραση, τη ραδιοφωνία, τα σαπούνια, τ' απορρυπαντικά Τις διαφημίσεις, τον τουρισμό, τα οργανωμένα ταξίδια, τις κρουαζιέρες Τις γκαζιέρες, τα ψυγεία, τις κατασκηνώσεις, τους προσκόπους, Τ' άρθρα για την εκπαίδευση, την πολυκοσμία, τη σκόνη, τις ποιητικές συλλογές Την έλλειψη ύδατος, τα λιπάσματα, τα νεύρα, την κακή χώνεψη, τη φαλάκρα, Τους εφοπλιστές, το ποδόσφαιρο, τα λεωφορεία, την ακρίβεια, τις παθήσεις Της σπονδυλικής στήλης, τη γραφειοκρατία, την καθυστέρηση, τις διαβεβαιώσεις, Τις κριτικές, την εκκλησία, τα βασανιστήρια, τους καιροσκόπους, Την υποψία, τους κατατρεγμούς, το φόβο, τη θρασύτητα, τους διαγωνισμούς Καλλονής, την έλλειψη χρημάτων, την έλλειψη δικαιωμάτων, πολιορκούμεθα από τους βάναυσους Τους άναρθρους, από τις μαύρες σκέψεις μας. Από τον εαυτό μας Κι απ' ό,τι άλλο βάλει ο νους σας πολιορκούμεθα στενά.

ΚΑΝΤΑΤΑ (απόσπασμα)/Τάσου Λειβαδίτη


Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,

ένας άντρας πήγε σ' ένα απ' αυτά τα «σπίτια», πήρε

μια γυναίκα,

μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο, αντί να γδυθεί και να

επαναλάβει την αιώνια κίνηση,

γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει

να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές,

«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα», οι άλλοι επ' έξω

δόστου χτυπήματα στην πόρτα. Με τα πολλά

άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές - ακούς εκεί

διαστροφή

να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.

Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.

Κανείς δεν τον ξανάδε πια.

Και μόνο εκείνη η γυναίκα, θαρθεί η αναπότρεπτη ώρα

μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,

πως στέρησε τον εαυτό της απ' την πιο βαθειά, την πιο

μεγάλη ερωτική πράξη

μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.

Η ΟΘΟΝΗ Τ΄ΟΥΡΑΝΟΥ/Μάνος Ξυδούς


















Ε! Εσείς που είστε πουλιά του ουρανού
κοιτάχτε τώρα τι γίνεται εδώ κάτω
κάποιος φοράει τη μάσκα του Θεού
και μας τρομάζει με γκριμάτσες του θανάτου.


Ε! Εσείς που είστε πουλιά του ουρανού
και με τα πνεύματα κάνετε παρέα
βάλτε τα χέρια στα μαλλιά ενός παιδιού
πριν τα ζυγώσει η ανάσα μιας σφαίρας.


Έχει παράσιτα η οθόνη του ουρανού
και έτσι μας κάνει
στα βράχια των ωκεανών να βρίσκουμε λιμάνι...


Ε! Εσείς οι δικαστές του ουρανού
κρατήστε πάλι τη παλιά τη ζυγαριά σας
είναι βαρύτερη η ψυχή ενός παιδιού
ή τα εγκλήματα που γίναν στ' όνομά σας;


Έχει παράσιτα η οθόνη του ουρανού
και έτσι μας κάνει
στα βράχια των ωκεανών να βρίσκουμε λιμάνι" ...

Ο Φαντάρος των 23 σεντς /Ναζίμ Χικμέτ

(Ανοιχτή επιστολή του μεγάλου Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ στον Ντάλλες, υπουργό εξωτερικών των Η.Π.Α, το 1951)

Μίστερ Ντάλλες,

γιατί να σας το κρύψουμε;

Η ζωή είναι πολύ ακριβή στη χώρα μας.

Παραδείγματος χάριν: δεν μπορείτε να αγοράσετε

παρά μόνο δυο δράμια αρνί της Άγκυρας με 23 σεντς

ή δυο οκάδες ξερά κρεμμύδια

ή μισή οκά φακές

ή μια πήχυ σάβανο

ή έναν άνθρωπο αγορασμένο για ένα μήνα ολάκερο,

χαμένο μες στη χακί ομοιομορφία και τα μυδράλια,

έτοιμο να σκοτώσει ή να σκοτωθεί.

Ίσως ποτέ του να μην έχει δει τη θάλασσα.

Ίσως αγαπάει στα δάση το κυνήγι

Ή ίσως έχει αφήσει την καρδιά του σε μια κοριτσίστικη παλάμη.

Κι όμως Μίστερ Ντάλλες,

υπάρχει κάτι ακόμα που δεν σας είπαν μέχρι σήμερα.

Αυτός ο άνθρωπος που σας τον πουλάνε για 23 σεντς,

υπήρχε πολύ πριν φορέσει τη στολή που του δώσατε.

Υπήρχε σαν άνθρωπος,

υπήρχε σκυμμένος επάνω στο υνί του.

Υπήρχε πριν κι ακόμα πριν

εσείς βαφτίσετε τις πολιτείες σας.

Ναι, Μίστερ Ντάλλες,

όταν ακόμα ήταν ένα χωράφι η Νέα Υόρκη σας.

Αυτός έχτιζε θόλους μολυβδοπελεκητούς,

πλατειούς κι απέραντους σαν τον γαλάζιο ουρανό.

Λάξευε το μάρμαρο λες κι ύφαινε.

Έριχνε πάνω απ' τους μεγάλους ποταμούς

γέφυρες με σαράντα δυο καμάρες.

Αυτός για να μαζέψει μια μέρα όλους τους λαούς σε δείπνο αδελφικό

και να τους πει:

«όλα είναι κοινά από σήμερα. Όλα, έξω απ' τα χείλη της αγαπημένης».

Αυτός, ο Χασάν ο εργάτης,

ο Μεχμέτ ο χωρικός

ο Αλή ο δάσκαλος

Μα προσέξτε, γιατί το φτηνό το κρέας τα σκυλιά το τρώνε.

Και μη σας τρομάξει αν αύριο, τη μέρα του ισολογισμού,

δείτε ότι σας στοίχισε πολύ ακριβά

αυτός ο φαντάρος των 23 σεντς.

Μ' άλλα λόγια,

ο φτωχός, ο αντρειωμένος μου

ο δουλευτής λαός μου.

Μεγάλος,

όπως όλοι οι λαοί του κόσμου.

Διάλογος ανάμεσα σε μένα και σε μένα/Κική Δημουλά

Σου είπα:
— Λύγισα.
Και είπες:
— Μη θλίβεσαι.
Απογοητεύσου ήσυχα.
Ήρεμα δέξου να κοιτάς
σταματημένο το ρολόι.
Λογικά απελπίσου
πως δεν είναι ξεκούρδιστο,
ότι έτσι δουλεύει ο δικός σου χρόνος.
Κι αν αίφνης τύχει
να σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μη ριψοκινδυνέψεις να χαρείς.
Η κίνηση αυτή δεν θα 'ναι χρόνος.
Θα 'ναι κάποιων ελπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια αυτοεκθρονίσου
από τα χίλια σου παράθυρα..
Για ένα μήπως τ' 'ανοιξες.
Κι αυτοξεχάσου εύχαρις.
Ό,τι είχες να πείς,
για τα φθινόπωρα, τα κύκνεια,
τις μνήμες, υδροροές των ερώτων,
την αλληλοκτονία των ωρών,
των αγαλμάτων την φερεγγυότητα,
ό,τι είχες να πείς
γι' ανθώπους που σιγά-σιγά λυγίζουν,
το είπες.

Στ΄αστεία Παίζαμε...../Μανόλης Αναγνωστάκης


Στ' αστεία παίζαμε!

Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Mέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας

Tα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.

Nύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ' το φως της ημέρας
Mήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη

Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί;

Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Kλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε

Aιώνας εμπορίου /Λειβαδίτης Tάσος

H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία
έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο
εμπόριο
κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,
μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους
λαχειοπώλες
διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις
τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία
δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,
ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές,
χρεώγραφα
κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;
«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν
ποτέ απεργία
μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές
περηφάνειες
γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ' όλη τη βέβαιη νειότη σου,
βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελλοί να τα
μαζέψουν
νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας,
δολλάρια ασημένια
η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται
πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα - θα χρειαστούν
μεθαύριο
σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,
κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο
θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω
απ' τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας
μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,
τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,
είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση,
ο Pοκφέλλερ άρχισε
πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο
προστατευτικό σπίτι
με τις πέτρες που μου ρίξατε
σ' όλη τη ζωή μου.

Η νύχτα στο νησί/Πάμπλο Νερούντα

Όλη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
κοντά στη θάλασσα, στο νησί.
Ήσουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.

Ίσως πολύ αργά
ενώθηκαν τα όνειρά μας,
στα ψηλά ή στα βαθιά,
στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος,
στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.

Ίσως το όνειρό σου
χωρίστηκε από το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με έψαχνε
όπως πρώτα
υπήρχες όταν δεν ακόμα,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλάι σου,
και τα μάτια σου έψαχναν
αυτό που τώρα
- ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό -
σου δίνω με γεμάτα χέρια,
γιατί εσύ είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.

Κοιμήθηκα μαζί σου
όλη τη νύχτα, ενώ
η σκοτεινή γη γυρίζει
με ζωντανούς και νεκρούς,
και σαν ξύπνησα ξάφνου
καταμεσής στη σκιά
το μπράτσο μου τύλιγε τη μέση σου.
Ούτε η νύχτα, ούτε ο ύπνος
μπόρεσαν να μας χωρίσουν.

Κοιμήθηκα μαζί σου
και ξύπνησα με το στόμα σου
βγαλμένο από τον ύπνο
να μου δίνει τη γεύση από τη γη,
από τη θάλασσα, από τα φύκια,
από το βάθος της ζωής σου,
και δέχτηκα το φιλί σου
μουσκεμένο από την αυγή
σαν να έφθανε
από τη θάλασσα που μας περιβάλλει.

Γιατί μ' αγάπησες/Μαρία Πολυδούρη

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ' έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν

με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ' είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
- μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι' αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα,
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες
έζησ

Θυμήσου, σώμα.../Κωνσταντίνος Καβάφης

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ' εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κ' ετρέμανε μες στη φωνή -- και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες -- πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν"
πώς έτρεμαν μες στη φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.

Ελένη/Γιώργος Σεφέρης

T' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.

Ποιές είναι οι Πλάτρες; Ποιός το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα;
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων ή των θεών.
η μοίρα μου που κυματίζει ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα μ' έφερε εδώ σ' αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι βγήκε απ' το πέλαγο σαν Αφροδίτη.
σκέπασε τ' άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά ‘βρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ' αλλάζει.
Πού ειν' η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης.
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ' ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ' άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους - ποιος θα τό -λεγε - η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:
«Δεν ειν' αλήθεια, δεν ειν' αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα.
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία - ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ' έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα ατόφιο.
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης.
τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ' είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ' ανάμεσό τους;

Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.

Δακρυσμένο πουλί, στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ' αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών.
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν τ

"Ιος" Διαλογιζομενος/3ΩΔΙΑ Νικος Καλογεροπουλος

Ποιητικολογιες,

πολιτικολογιες, κοινωνικολογιες.

Στη σβουρα

σταυρος με φωσφορο.

Εγω,

στο καδρο'

φωτογραφια

με κουνημενο κεφαλι

η μανα μου δε με γνωριζει.

"Ποια ειναι αυτη", λεει,

"η μαϊμου...."

"Εγω μανα..."

Δαγκωθηκε.

Θυμηθηκε πως εκεινη με γεννησε,

αλλιως με ηθελε,

δεν ξερει πως.

Μ΄εστειλε να ξαναβγαλω φωτογραφια

πριν τυπωθει, πεθανε.

Θελω ο γυιος μου να ΄χει φωτογενεια.

Κληρος κι αυτος

να΄σαι γονιος και να΄μαι γιος

δικος σου και δικος μου.

Κρασι χρονωνε

ψημενο σε βαρια δογα,

περασμενο απο δισκοποτηρο

επινες, μανα,

μοσχαναθρεμμενη και νταντεμενη ησουνα.

Και εσυ πατερα...

σε ποτιζε η αναγκη

στου ενου και τ΄αλλουνου τη δουλεψη

κι ανακατο

με ξιδι και νερο σου το ΄διναν

κι εγινες σκληρος και βαρβαρος

δυνατος κι ωραιος.

Μπερδευτηκαμε κι οι τρεις μεσα μου,

χημειο,

ξιδι και μελι

λουλουδι κι αγκαθι.

Γελιο και δακρυ.

Εγω ειμ΄αυτος,

ο γιος σας,

καμαρωστε με και φυλαχτειτε.

..................................................

Θελω καπου τα πραγματα

να τα εξουσιαζω,

ωστοσο....

παντα εξουσιαζομαι

κι εξουσιαζομαι, απο πραγματα που

νομιζω πως εξουσιαζω

κι ειν΄η ζωη αλλοκοτη,

μαζι μικρη κι ωραια,

πισω μπρος, παλι πισω, παραπισω...

τιποτα;!

κι ομως...θα με βολευε να πιστευα πως

θα ξαναγεννηθω.

Εχω καιρο θα λεγα

σιγα σιγα... αυριο...

μα δε θυμαμαι τιποτα

απο τον πρωτο δρομο...

...Τουτος ο δρομος,

ο πρωτος κι ο στερνος!;

"Η Μοναξιά είναι από Χώμα"/Μαρω Βαμβουνακη

Το δικό μου το πολύ πως να χωρέσει στο δικό σου το λίγο! Κι οι δυο μας δυσανασχετούσαμε δικαιολογημένα.

Όμως μέσα σ' αυτό το λίγο σου, σ' αυτό το περιορισμένο σου, είχα την κακοτυχία να διακρίνω σκιές περαστικές που με πυρπόλησαν. Σκιές του απέραντου. Αυτό που δεν έλεγχες, αυτό που δεν γνώριζες, προσπερνούσε από μια σου έκφραση, από μια σου χειρονομία τυχαία και με καθήλωνε.

Δεν περιγράφεται η ματιά, η κίνηση, ο ήχος.

Ό,τι κι αν σου πω δεν θα σου μεταδώσω αυτό που μ' έκανε να σε θέλω έτσι. Το απέραντο είναι άπιαστο, απερίγραπτο, ακαθόριστο. Χιλιάδες να λέω εναντίον σου αμέσως θα παραλύσουν μπροστά στη γρήγορη κίνηση του χεριού σου μόλις σηκωθεί για να φτάσει στα χείλη σου και να δαγκώσεις το μικρό σου νυχάκι σμίγοντας τα φρύδια σα να σκέφτεσαι κάτι δύσκολο.

Για μια τέτοια κίνηση, κάποιες ώρες, ένιωθα έτοιμος και τη ζωή μου να δώσω.

Για μια τέτοια κίνηση!

Σαν σινιάλο άλλων κόσμων ερχόταν προς εμένα κι ανέτρεπε όσα σου καταμαρτυρούσα. Από κατήγορο με μετέτρεπε σε ζητιάνο σου!

Για μια τέτοια κίνηση!

Δεν θα απορήσω ποτέ ξανά για το τι είναι εκείνο που αλυσοδένει ένα ζευγάρι. Δεν φαίνεται αυτό που αλυσοδένει. Εμείς οι απ' έξω δεν βλέπουμε τίποτα όμως ένας άντρας κανείς δεν ξέρει τι σινιάλα δέχεται από το βλέμμα μια γυναίκας, απ' την ανάσα της, από το γέλιο της, από την πιο ανεπαίσθητη χειρονομία της, από το άρωμά της.

Οι ώρες, οι ελάχιστες, που πίστευα πως σε είχα δικιά μου, που ήσουνα όπως σε ήθελα, άνοιγαν τη βασιλεία του ουρανού που με δεχότανε.

Το κρεβάτι μας άπλωνε και γινόταν το πανάκριβο "τώρα" που επιτέλους ακινητούσε της ροές του άγχους μου και με μεταμόρφωνε σε μακαριότητα. Όμως μαζί σου κρατούσε ελάχιστα.

Αμέσως μόλις χωρίζαμε το εφιαλτικό παιχνίδι, με τους δείκτες του ρολογιού μ' έρριχνε σε ασθματικά κυνηγητά. Οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα σάρκαζαν την ψυχή μου που μακριά σου έτρεχε συνεχώς σε ανάποδα κυλιόμενη κορδέλα. Να σε προλάβει, να σε συλλάβει, να σε κατακρατήσει και να επαναλάβει μαζί σου εκείνο το θαυμαστό "τώρα" του έρωτα.

Εκείνο το εξαίσιο "τώρα" του έρωτα, το τόσο ανεκτίμητο κι ακριβοπληρωμένο μπορεί και να μη συμβαίνει μονάχα μαζί σου. Ελπίζω...

Αυτή η ελπίδα με σώζει απ' την καταδίκη της άγριας εξάρτησης από σένα. Μπορεί να 'σουν η πρόγευση άλλων ηδονών που από άλλους δρόμους βρίσκονται ασφαλέστερα και διαρκέστερα. Δείγμα παραδείσου μέσα στην κόλαση μου άφησες.

Η πρόγευσή σου μου άναψε φωτιές. Κι όχι μόνο στο κορμί μα και στην ψυχή κι αυτό είναι το δυσκολότερο. Νιώθω ρακένδυτος οδοιπόρος που βγήκα για να ξαναβρώ εκείνο που αστραπιαία μου αποκάλυψε η σχισμή των δικών σου φιλιών.



"Θέλω να μου χαρίσεις κάτι"/Ανθή Δοξιάδη-Τριπ

Θέλω να μου χαρίσεις κάτι.
- Ό,τι θες.
- Ό,τι θέλω; Τ' ορκίζεσαι;
- Στ' όρκίζομαι.
- Είναι δύσκολο.
- Δεν πειράζει.
- Είναι ακριβό.
- Δεν με νοιάζει.
- Είναι σπάνιο.
- Τόσο το καλύτερο.
- Είναι επικίνδυνο.
- Δεν φοβάμαι.
- Μπορεί να καείς άμα το πιάσεις.
- Θα γίνω νερό να σβήσω την φωτιά.
- Μπορεί να σου γλιστρήσει απ' τα χέρια και να φύγει.
- Θα το ξαναπιάσω.
- Μπορεί να πάει πολύ μακριά.
- Θα το κυνηγήσω.
- Μπορεί να χαθεί στον ουρανό.
- Θα γίνω πουλί να το ψάξω.
- Μπορεί να βυθιστεί στη θάλασσα.
- Θα γίνω αγκίστρι να το πιάσω.
- Μπορεί να πνιγεί στο σκοτάδι.
- Θα περιμένω τα χαράματα.
- Μα μπορεί να διαλυθεί ως τότε.
- Θα φέρω τ' άστρα να φωτίσουν πιο νωρίς.
- Είναι τόσο μικρό, δεν θα μπορέσεις να το πιάσεις.
- Θα ζητήσω σ' ένα μυρμήγκι να με βοηθήσει.
- Κι αν είναι μεγάλο σαν σπίτι;
- Θα φέρω γερανό.
- Κι αν είναι μεγάλο σαν βουνό;
- Θα φέρω ένα γερανό πιο μεγάλο από βουνό.
- Υπάρχει;
- Θα τον φτιάξω.
- Που ξέρεις να φτιάχνεις γερανούς;
- Δεν ξέρω.
- Τότε;
- Τότε θα μάθω.
- Από που;
- Από τα βιβλία.
- Κι αν δεν το λένε τα βιβλία;
- Θα βρω τον γέροντα που φτιάχνει γερανούς.
- Κι αν έχει πεθάνει;
- Θα βρω τον άλλον γέροντα.
- Ποιον άλλον γέροντα;
- Εκείνον που ξέρει όλα τα βότανα.
- Όλα τα βότανα;
- Όλα τα χόρτα και τα μικρά άνθη του αγρού. Ξέρει τι μάγια κρύβουν.
- Και πως θα φέρει εκείνος το βουνό;
- Όχι εκείνος, εγώ. Θα μου δώσει βότανα να πιω, να γίνω τόσο δυνατός, που θα μπορέσω να το σηκώσω το βουνό.
- Εμένα θα μπορείς να με πάρεις αγκαλιά;
- Πάντα.
- Τώρα.
- Τώρα. Έλα, τι θέλεις;
- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι.
- Ό,τι θέλεις.
- Ό,τι, ό,τι θέλω, τ' ορκίζεσαι;
- Στ' ορκίζομαι.
- Θέλω ... θέλω κάτι που δεν υπάρχει πουθενά.
- Να το φτιάξουμε.
- Με τι;
- Με τι θέλεις;
- Δεν ξέρω.
- Να το φτιάξουμε με ξύλο καρυδιάς και χρυσά καρφιά.
- Όχι, όχι δεν είναι έτσι.
- Να το φτιάξουμε με πούπουλα και ψίχουλα, με σταγόνες και γαργαλήματα και να του βάλουμε ένα κλειδί να το κουρδίζεις.
- Όχι, όχι, δεν θέλω κλειδί.
- Γιατί;
- Μπορεί να το χάσω.
- Θα στο κρεμάσω στον λαιμό.
- Μπορεί να χαθώ κι εγώ.
- Θα έρθω να σε βρω.
- Κι αν δεν μπορείς να με βρεις;
- Θα μπορέσω.
- Κι αν είναι σκοτάδι;
- Θ' ανάψω κερί.
- Κι αν λιώσει το κερί;
- Ως τότε θα σ' έχω βρει.
- Κι αν όχι;
- Θα ψάχνω ώσπου να σε βρω.
- Πόσο θα ψάχνεις;
- ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ!
- Τι θα πει για πάντα;
- Ότι Σ' ΑΓΑΠΩ!
- Κι εγώ τι θα κάνω ώσπου να με βρεις;
- Μπορείς να κοιμηθείς.
- Που;
- Κάτω από μια μυρσινιά.
- Που έχει μυρσινιές;
- Παντού.
- Έχει και λιοντάρια παντού;
- Όχι.
- Που έχει λιοντάρια;
- Στην ζούγκλα.
- Είναι κοντά η ζούγκλα;
- Πολύ μακριά. Στην άλλη άκρη του κόσμου...
- Δεν μπορούν να έρθουν εδώ ποτέ;
- Ποτέ.
- Τ' ορκίζεσαι;
- Στ' ορκίζομαι.
- Ξέχασα τι θα πει για πάντα.
- Θα πει ότι σ' αγαπώ.
- Πόσο;
- Ως τον ουρανό.
- Ναι, ναι. Να κοιμηθώ τώρα;
- Ναι.
- Θα με πάρεις αγκαλιά;
- Ναι.
- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι.
- Ό,τι θέλεις.
- Ό,τι, ό,τι θέλω, τ' ορκίζεσαι;
- Ναι.

Το σύννεφο και ο αμμόλοφος/Πάολο Κοέλιο

Ένα νεαρό σύννεφο γεννήθηκε στο μέσο μιας μεγάλης καταιγίδας στη Μεσόγειο. Αλλά δεν πρόλαβε να μεγαλώσει εκεί, ένας δυνατός άνεμος έσπρωξε όλα τα σύννεφα προς την Ανατολή.

Μόλις έφτασαν στην ήπειρο, το κλίμα άλλαξε στον ουρανό έλαμπε ένας γενναιόδωρος ήλιος και από κάτω τους εκτεινόταν η χρυσαφένια άμμος της ερήμου Σαχάρα. Ο άνεμος συνέχισε να τα σπρώχνει προς τα δάση του Νότου, καθώς στη έρημο δεν βρέχει σχεδόν ποτέ.

Ωστόσο, τα νεαρά σύννεφα είναι σαν τους νεαρούς ανθρώπους. Το σύννεφό μας λοιπόν αποφάσισε ν' απομακρυνθεί από τους γονείς του και τους μεγαλύτερους φίλους του για να γνωρίσει τον κόσμο.

- Τι κάνεις εκεί; Φώναξε ο άνεμος. Η έρημος είναι όλη ίδια!

Γύρνα στο σμήνος και θα πάμε στο κέντρο της Αφρικής, όπου υπάρχουν εκθαμβωτικά βουνά και δέντρα!

Αλλά το νεαρό σύννεφο, ανυπότακτο από τη φύση του, δεν υπάκουσε. Χαμήλωσε σιγά-σιγά, έως ότου κατάφερε να αιωρηθεί σε μια γενναιόδωρη και γλυκιά αύρα και να πλησιάσει τη χρυσαφένια άμμο. Αφού τριγύρισε αρκετά, πρόσεξε ότι ένας από τους αμμόλοφους του χαμογελούσε. Είδε ότι κι εκείνος ήταν νέος, πρόσφατα σχηματισμένος από τον άνεμο που μόλις είχε περάσει. ήην ίδια στιγμή ερωτεύτηκε την χρυσή του κόμη.

- Καλημέρα, είπε. Πώς είναι η ζωή εκεί κάτω;

- Έχω την συντροφιά των άλλων αμμόλοφων, του ήλιου, του ανέμου και των καραβανιών που περνούν από δω πότε-πότε. Μερικές φορές κάνει πολλή ζέστη, όμως είναι υποφερτή. Και πώς είναι η ζωή εκεί πάνω;

- Κι εδώ υπάρχει άνεμος και ήλιος, αλλά το πλεονέκτημα είναι ότι μπορώ και τριγυρνάω στον ουρανό και να μαθαίνω πολλά πράγματα.

- Για μένα η ζωή είναι σύντομη, είπε ο αμμόλοφος. Όταν ο άνεμος επιστρέψει από τα δάση, θα εξαφανιστώ.

- Και αυτό σου προκαλεί θλίψη;

- Μου δίνει την εντύπωση ότι δεν χρησιμεύω σε τίποτα.

- Κι εγώ αισθάνομαι το ίδιο. Μόλις περάσει ο επόμενος άνεμος θα πάω στο Νότο και θα μεταμορφωθώ σε βροχή. Αυτή είναι η μοίρα μου ωστόσο.

Ο αμμόλοφος δίστασε, αλλά τελικά είπε:

- Ξέρεις ότι εμείς εδώ στην έρημο τη βροχή την λέμε «παράδεισο»;

- Δεν ήξερα ότι μπορούσα να μεταμορφωθώ σε κάτι τόσο σημαντικό, είπε το σύννεφο γεμάτο περηφάνια.

- Έχω ακούσει πολλούς μύθους από γέρικους αμμόλοφους . Λένε ότι μετά τη βροχή καλυπτόμαστε από χλόη και λουλούδια. Εγώ όμως ποτέ δεν θα μάθω τι είναι αυτό, γιατί στην έρημο βρέχει πολύ σπάνια.

Ήταν η σειρά του σύννεφου να διστάσει. Αμέσως μετά όμως του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο.

- Αν θέλεις, μπορώ να ρίξω πάνω σου βροχή. Αν και μόλις έφτασα, σ' έχω ερωτευθεί και θα Τθελα να μείνω εδώ για πάντα.

- Όταν σε είδα για πρώτη φορά στον ουρανό κι εγώ σε αγάπησα, είπε ο αμμόλοφος. Αν όμως μεταμορφώσεις την ωραία λευκή κόμη σου σε βροχή, θα πεθάνεις.

- Η Αγάπη δεν πεθαίνει ποτέ, είπε το σύννεφο. Μεταμορφώνεται. Κι εγώ θέλω να σου δείξω τον παράδεισο.

Άρχισε λοιπόν να χαϊδεύει τον αμμόλοφο με μικρές σταγόνες και παρέμειναν μαζί μέχρι που εμφανίστηκε το ουράνιο τόξο. ήην επόμενη μέρα ο μικρός αμμόλοφος ήταν καλυμμένος με λουλούδια. Κάποια σύννεφα που περνούσαν με προορισμό την Αφρική νόμισαν ότι εκεί ήταν ένα κομμάτι του δάσους που έψαχναν κι έριξαν κι άλλη βροχή. Λίγα χρόνια μετά, ο αμμόλοφος είχε μεταμορφωθεί σε όαση, η οποία τους δρόσιζε με τη σκιά των δέντρων της.

Επέστρεφε.../Κωνσταντίνος Καβάφης

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με --
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ' επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα"
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ' αισθάνονται τα χέρια σαν ν' αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται....

ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ /Τασος Λειβαδιτης

ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ
Μες στον καμπο, καμια φορα, το τρενο σταματα
μπροστα σαν φαντασμα ορθος στις γραμμες ειν' καποιος τρελος
Κοιταζει και χαμογελα και παλι το τρενο κυλα
Ζ ω η μου, πηγες χαμενη

Μες στη νυχτα, καμια φορα, καποιος σταματα
εκει, σαν φαντασμα, χλωμος, ο παλιος σου στεκει εαυτος
Με πικρα τωρα σε κοιτα και τελος κι αυτος προσπερνα
Ζ ω η μου, πηγες χαμενη

ΕΡΩΤΑΣ/Τασος Λειβαδιτης

Ολη τη νυχτα παλεψαν απεγνωσμενα να σωθουν απο τον εαυτο τους,

δαγκωθηκαν, στα νυχια τους μειναν κομματια δερμα, γδαρθηκανε

σαν δυο ανυπερασπιστοι εχθροι, σε μια στιγμη, αλλοφρονες, ματωμενοι, βγαλανε μια κραυγη,

σα ναυαγοι που, λιγο πριν ξεψυχησουν, θαρρουν πως βλεπουν φωτα, καπου μακρια.

Κι οταν ξημερωσε, τα σωματα τους σα δυο μεγαλα ψαροκοκκαλα

ξεβρασμενα στην οχθη ενος καινουργιου ματαιου πρωινου.

Μανώλης Αναγνωστακης

Το θεμα ειναι τ ω ρ α τι λες

Καλα φαγαμε καλα ηπιαμε

Καλα τη φεραμε τη ζωη μας ως εδω

Μικροζημιες και μικροκερδη συνοψιζοντας

Το θεμα ειναι τ ω ρ α τι λες.

Στο παιδι μου

Στο παιδι μου δεν αρεσαν ποτε τα παραμυθια

Και του μιλουσανε για Δρακους και για το πιστο σκυλι

Για τα ταξιδια της πενταμορφης και για τον αγριο λυκο

Μα στο παιδι δεν αρεσαν ποτε τα παραμυθια

Τωρα, τα βραδια, καθομαι και του μιλω

Λεω το σκυλο σκυλο, το λυκο λυκο, το σκοταδι σκοταδι,

Του δειχνω με το χερι τους κακους, του μαθαινω

ονοματα σαν προσευχες, του τραγουδω τους νεκρους μας,

Α, φτανει πια!

Πρεπει να λεμε την αληθεια στα παιδια.

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007

Στον πατέρα μου

Οι στίχοι που ακολουθούν είναι λόγια καρδιάς που δεν ανήκουνε σε μένα
μα με συγκλόνισαν... τους μεταφέρω απο το χώρο της δημιουργού τους
(marka, www.lykofos.net)
ελπίζοντας οτι δεν θα'χει αντίρρηση να τους γευτούμε και εμείς οι άλλοι
που νιώσαμε τα λόγια αυτά ν' αγγίζουνε τα βάθη της ψυχής μας....


Έτσι, απλά,
σαν που ξεκίναγες να πας στην εκκλησιά,
με τη γαλήνη και το γέλιο στη ματιά,
Μου ‘πες «αντίο»…

Στα δυο σου χέρια,
ο ουρανός, η γη, ο κόσμος μου, τ’ αστέρια,
ζεστοί χειμώνες, δροσερά μου καλοκαίρια,
μικρό φορτίο.

Πήρες το δρόμο,
χωρίς ανθρώπινο βαρύ σταυρό στον ώμο,
χωρίς αναβολή καμμιά και δίχως πόνο,
στη θύμησή σου.

Στρέψε τα μάτια,
μην αντικρίσεις της ζωής μου τα κομμάτια.
Πίσω συντρίμμια, μα μπροστά σου τα παλάτια
του Παραδείσου…

Μόνη μου χάρη,
δώσ’ μου τη μνήμη σου, χρυσό προσευχητάρι,
και παρ’ το δάκρυ μου δικό σου θυμητάρι,
στ’ άγιο σου χέρι.

Να ‘σαι ο Θεός μου,
κι όσο θα ζω, εσύ να κατοικείς εντός μου,
σε κάθε μου αύριο, φωτισμένος οδηγός μου,
Σαν αγιοκέρι…

Της αφιερώνω την δική μου την απάντηση, με την αμέριστή μου συμπαράσταση...

Λιτό, απλό κι απέριττο,
όπως ταιριάζει στη περίσταση
και τόσο περιεκτικό σ' αισθήματα,
όσο ταιριάζει στο αναντικατάστατο

Συναίσθημα σπαραχτικό σαν πυρωμένο ατσάλι
όταν αγγίζει βρεφική επιδερμίδα
λόγια οδύνης με συντάραξαν και την πνοή μου πνίγουν
μνήμες φαντάσματα ξυπνούν και την καρδιά μου σφίγγουν

Γιατί ένιωσα κι εγώ τον ίδιο πόνο της παντοτινής απώλειας
πριν λίγους μόλις μήνες... έφυγε κι ο δικός μου ο μοναδικός πατέρας

ανάλαφρες του Ουρανού ψυχές,
απαλλαγμένες απ του κόσμου μας την ματαιότητα

ας είστε ευλογημένες...
η θύμησή σας κάνουν τα μάτια να βουρκώνουν...


Σοφέ, Πατέρα μου αγαπημένε, μου λείπεις τόσο...
έλα στον ύπνο με την μητέρα μου, να σ' ανταμώσω...

Marka μου... ολόψυχα σ' ευχαριστώ... μην κλαις, δεν πρέπει
κρύψε το δάκρυ σου... είναι μακρυά... κι όμως σε βλέπει

μνήμες δεν σβύνουν... λάμψη στη νύχτα θα σου θυμίζει
νά' σαι καλά... να τον θυμάσαι όπως του αξίζει

Taxidiotis

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2007

Αδελφοκτόνα συναισθήματα...

Δοκίμασα να συμβιβάσω τ' αδελφοκτόνα συναισθήματα
των "θέλω" και "δεν θέλω" μου

όμως η κόλαση με τον παράδεισο συμβιβασμό δεν κάνουν
και συνυπάρχουν μέσα μου, πάντα σ' εμπόλεμη κατάσταση

Στο πύρινο δρόμο που πότε τα χωρίζει και πότε τα συνδέει
πηγαινοέρχομαι το περιστέρι της ειρήνης στα χέρια μου κρατώντας

ανέλπιστη ανακωχή αναζητώντας
μα τα φτερά του λιώσανε από των αντιπάλων τα βόλια τα αδέσποτα


Της λογικής τα αδιάψευστα πειστήρια
κατέρρευσαν από του έρωτα τα πλανεμένα λόγια

του νου μου η πανοπλία έχει κερκόπορτα στο μέρος της καρδιάς
κι ανύποπτα την διαπερνούν του φτερωτού θεού τα βέλη

Author: Taxidiotis

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2007

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2007

Ενα ταξίδι.... στο παρελθόν μου....

-------------
Taxidiotis
-------------
εκανα μια μικρή σταση, στο μακρύ μου ταξίδι, διαβάζοντας το προφίλ σου...
ειδα μέσα τα δικά μου πάθη και επιθυμίες

...επιμένω να είμαι αθεράπευτα ρομαντικός...
Και να ονειρεύομαι συνοδοιπόρους....

... άκουσα το κελάηδημα και κοντοστάθηκα...
για λίγο διέκοψα το μακρύ μου ταξίδι, κι αφουγκράστηκα,,,,

ίσως τα δικά σου λόγια..

Ισως συνοδοιπόρος σε ένα παράλληλο ταξίδι..

Είδα τη πρόκληση κι ανταποκρίθηκα...
κοινες συμπτώσεις αναζητώντας..

Εσύ θα δώσεις την απάντηση..

Καλή σου μέρα..

--------------
She said...
--------------
σε ειδα να στεκεσαι καπου στην ακρη και σε αναγνωρισα..

οσοι ζητουν το απιαστο γνωριζονται μεταξυ τους...

δεν χρειαζεται να μιλήσουν το βλεμμα τους τα λεει ολα...

ταξιδευω στις γραμμες που μου εγραψες...


-------------
Taxidiotis
--------------
σε τούτο το λιμάνι βρίσκεις όλες τις πραμάτιες...
οι δικές μου μοιάζουν λίγο ξεθωριασμένες για κάποιους...
μα διόλου αυτοί δεν μ'ενδιαφέρουν...

του ταξιδιώτη το εμπόρευμα δεν είναι απο ύλη...
γιαυτό και δεν μπορούν οι πολλοί να το δούνε... περνάει μεσα απ το μυαλό και τη ψυχή....
αιώνιες αξίες σαν τον Ουρανό...

το ταξίδι είναι για θάλασσες ανοιχτές...
μα είναι δύσκολο... χωρίς συνταξιδιώτες...

μα είτε μόνος, είτε με συνεπιβάτες....
έχω πυξίδα τη καρδιά και θα τον βρώ τον δρόμο...

σε πρόσεξε... το είδες... δεν ήτανε τυχαίο....

--------------
She said...
--------------
σε τουτο το λιμανι η καρδια διψά και το βλεμμα πλανιεται αργα..
ψαχνει στο πληθος να αναγνωρισει..μα μονο η ψυχη μπορει να δει...

βαρυ το σωμα σερνεται οταν δεν νιωθει...τα ονειρα ποσο μπορούν να το κρατησουν ζωντανό???
τα ονειρα που καιγονται αραγε θα ξαναρθουν?

τυχαιο δεν ειναι ποτε τιποτα..να δες γραφεις τα ονειρα μου...

-------------
Taxidiotis
--------------
του νού παιχνίδια... ανάκατα το όνειρο κι η προσδοκία... η επιθυμία και του άγνωστου ο φόβος ...
πόθη ανεκπλήρωτοι και χίμαιρες χαμένες στου χρόνου τη λήθη, ζωντάνεψαν σε τούτο το λιμάνι...

Η ομίχλη έσβησε κι έκπληκτος βλέπω να αναπηδά μέσα από ταποκαΐδια, των παιδικών παραμυθιών μου η νεράιδα...

Άστρα φορούσε στα μαλλιά κι ένα χρυσό φεγγάρι φώτιζε το δρόμο της... για μια στιγμή μονάχα δίστασα...

Όποιος την πέτρα σπάζει,
στο τέλος βρίσκει τον νεφρίτη μέσα...

Κι όποιος την άμμο κοσκινίσει πρώτος,
αυτός και τον χρυσό πρώτος θ ανακαλύψει

κανείς τύχη δεν έχει, άμα για το σκοπό δεν προσπαθήσει, σκέφθηκα...

Άφησα τη διαίσθηση να με καθοδηγήσει κι έτρεξα πίσω σου χωρίς δεύτερη σκέψη...

Καλό σου βράδυ, φίλη μου

P (***)

--------------
She said...
--------------
φοβος κρυμμενος στα ποιο μεγάλα πάθη ,ζωη χωρίς φοβο υπάρχει?

το μυαλο μας ταξιδευει και η ψυχη μας προσπαθεί να ακολουθησει,ειναι αραγε το ταξιδι για καλο?
κανεις δεν ξερει..

σ αφήνω να με καθοδηγησεις χωρίς δευτερη σκέψη...
το ταξίδι μετράει..

p*** (????)

-------------
Taxidiotis
--------------
οσο η ζωή νικιέται απ το θάνατο.. υπάρχει φόβος..
όσο το πάθος μας το νού μας κυβερνάει.. υπάρχει φόβος...
όσο τα αισθήματα ξεφεύγουν απ τη λογική.. υπάρχει φόβος..
οσο το ψέμα κι η υποκρισία γκρεμίζουν τα όνειρά μας.. υπάρχει φόβος..
όσο το πόθο πνίγουμε στα "πρέπει" και "δεν πρέπει".. υπάρχει φόβος..

μα η καρδιά.. το νού τον προσπερνάει... ο νούς φοβάται μόνο.. όχι η καρδιά...

ο νούς τυφλώνει την καρδιά... και η καρδιά τον νού... στη μάχη για την επικράτηση πάνω στο σώμα..

μ'αν και τα τρία μαζί, νούς, σώμα και καρδιά μαζί βαδίσουν στο ταξίδι της ζωής
.. η ευτυχία η απόλυτη θα είναι δεδομένη

κόπιασε ταξιδιώτισσα, κράτα μου το τιμόνι,μαζί για να μοιράσουμε του ταξιδιού τα πλούτη

κοίταξε την πανσέληνο απ το παράθυρό σου και πες μου αν στο δίσκο της βλέπεις το πρόσωπό μου

--------------
She said...
--------------
καλημερα...

θολο το προσωπο σου μα αν κυταξει η ψυχη το βλεπει τοσο καθαρα..
αγγίζεις την ψυχη μου, παιζεις με το μυαλο μου...

το ταξιδι το νιώθω θα ειναι μαγικό..
θέλω να τη ζησω αυτη τη μαγεια,......

-------------
Taxidiotis
--------------
η ομίχλη διαλύεται γοργά...
και οι μορφές οι άυλες προβάλλουν απο μέσα, ολοένα και πιο γνώριμες... πιο ποθητές ... πιο δυνατές απο ποτέ...

κάθε στιγμή.. κάθε σου λέξη
πιο κοντά σε φέρνει...

είσαι στο σκάφος μου επάνω απο την πρώτη τη στιγμή...
σε είδα...

και γω μαζεύω τις προμήθειες για το μακρύ ταξίδι ... να ξεκινήσει βιάζομαι...
φουσκώσαν κιόλας τα πανιά απ της ψυχής σου την πνοή ..
του Λόγου σου τη δύναμη... και τη δική μου προσδοκία...

--------------
She said...
--------------
...να φωνάζω απο σένα και να με χτυπα η φωνη μου,
να μυριζω απο σενα και ν αγριευουν οι άνθρωποι

Επειδη το αδοκίμαστο και το απ αλλου φερμένο δεν τ αντέχουν οι άνθρωποι....
μ ακούς....

ας ξεκινησουμε λοιπον το ταξιδι μας αγαπημενε...
σε περιμένω...

-------------------------------
2005, April (απόσπασμα)
αφιερωμένο....

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2007

My Profile

Ποιός φταίει?

Σήμερα θα σας διηγηθώ μία ιστορία.

Η Μαρία (Μ) είναι μία ωραία κοπέλα. Ζει από την μία πλευρά του μεγάλου ποταμού. Από την άλλη όχθη ζούνε δύο άνδρες.

Τον ένα (Α) η Μαρία τον αγαπάει παράφορα, αλλά αυτός δεν της δίνει σημασία.

Ο δεύτερος (Β) είναι τρελά ερωτευμένος με την Μαρία – αλλά αυτή απλώς τον συμπαθεί.


Μια βραδιά χειμωνιάτικη με άθλιο καιρό, η Μαρία απελπισμένη περνάει το ποτάμι με τον περαματάρη (Π) και πηγαίνει στο σπίτι του Α. Προσπαθεί να τον πείσει να την κρατήσει κοντά του. Αυτός της εξηγεί ότι δεν την αγαπά. Της λεει πάντως να μείνει μέχρι το πρωί επειδή ο καιρός έχει αγριέψει.
Την νύχτα η Μαρία τρυπώνει στο κρεβάτι του Α και του επιτίθεται. Κάνουν έρωτα. Το πρωί όμως, ο καιρός έχει φτιάξει και ο Α της θυμίζει ότι πρέπει να φύγει.

Απελπισμένη η Μαρία τρέχει στο σπίτι του Β. Του διηγείται όλη την ιστορία και τον παρακαλεί να την κρατήσει κοντά του. Ο Β, ενοχλημένος, της λεει: «πώς τολμάς να μου το ζητάς μετά από αυτό που έκανες την νύχτα;»


Λίγο πιο πάνω μένει ένα Ψυχίατρος (Ψ). Η Μαρία καταφεύγει σε αυτόν. Του αφηγείται το πρόβλημά της. Αυτός της λεει ότι είναι αρκετά δύσκολα τα πράγματα και δεν αντιμετωπίζονται με μία συνεδρία – θα πρέπει να αρχίσει τακτική ψυχοθεραπεία για να φωτιστούν οι συγκρούσεις μέσα της και οι λόγοι που την κάνουν να αντιδρά έτσι.

Η Μαρία, δυστυχής, φεύγει για να γυρίσει στο σπίτι της. Στο δρόμο της συναντάει τον ληστή (Λ). Ο Ληστής της παίρνει όλα της τα χρήματα.

Όταν φτάσει στον περαματάρη, αυτός αρνείται να την περάσει απέναντι χωρίς πληρωμή.
Η Μαρία, πάντα απελπισμένη, πέφτει στο ποτάμι να περάσει κολυμπώντας. Όμως το ρεύμα είναι ορμητικό, την παρασύρει και πνίγεται.

ΕΠΙΜΥΘΙΟ ΚΑΙ ΤΕΣΤ:
Στην ιστορία υπάρχουν 6 πρόσωπα (Μ, Α, Β, Ψ, Λ, Π). Κάθε ένα εμπλέκεται στη υπόθεση που οδηγεί στον θάνατο της Μαρίας.

Ευθύνονται όλοι; Ποιος περισσότερο, ποιος λιγότερο και ποιος καθόλου;
Βάλτε τα γράμματα στην σειρά (πρώτος αυτός που ευθύνεται περισσότερο, κτλ) και δικαιολογήστε την επιλογή σας.

Δεν είναι απλό παιχνίδι. Σας προειδοποιώ: υπάρχουν περίπλοκες ερμηνείες...

posted by Nikos Dimou