"Σε παρακαλώ, τράβα στο απέναντι πεζοδρόμιο, άκου με και μένα, έχουμε όλες κι όλες τρακόσες πενήντα δραχμές να περάσουμε ολόκληρη τη βδομάδα, ώς την άλλη Δευτέρα που θα ΄ρθει η καινούργια σύνταξη".... έψελνε τον εαυτό της συνέχεια, ώσπου βρέθηκε με τη μούρη κολλημένη στη βιτρίνα του Κάουφμαν. Αχ, βγήκε το βιβλίο του R. αυτόν, αυτόν τον ήθελε οπωσδήποτε! Πόσο να στοίχιζε άραγε; Ώς εκατό δραχμές μπορούσε διάβολε να διαθέσει.
"Αυτά να σου λείπουμε. Δεν έχεις να διαθέσεις ούτε μια δεκάρα.... Έτσι κι ανέβεις το πατάρι θα σου κόψω τα πόδια", απείλησε τον εαυτό της που ανέβαινε κιόλας στη σκάλα. "δε θα πάρω τίποτα. Απλά θα κοιτάξω".
Ένοιωθε πάντα τόσο ωραία δώ μέσα! Προχώρησε στον πάγκο που την ενδιέφερε. Έψαξε με τα μάτια της να βρεί το βιβλίο του R. που είδε κάτω στη βιτρίνα. Πουθενά. Μιά παχουλή πωλήτρια με πολύ σγουρά μαλλιά και παιδικό πρόσωπο την καλοσώρισε μ΄ένα χαμόγελο.
-Θαρρώ, είπε δειλά, πως είδα κάτω το τελευταίο βιβλίο του R.;
-Αμέσως. Το τελευτάιο είναι της βιτρίνας. Θα ειδοποιήσω να σας το φέρουνε, της είπε πρόθυμα και χάθηκε για λίγα λεπτά. Θέλησε να την εμποδίσει αλλά σχεδόν δεν πρόλαβε.
-Έχω όμως και τούτο δώ, άκουσε τη φιλική φωνή της πωλήτριας, δίπλα της. Το πιό τελευταίο βιβλίο του R., και της έβγαλε ένα τόμο στα χέρια.
-Όχι, έκανε ξαφνιασμένη, μπορώ να του ρίξω μιά ματιά; ΄Έβγαλε τα γυαλιά της κι άρχισε να διαβάζει λαίμαργα τον πρόλογο. "Και τώρα αναρωτήθηκε σαν τελείωσε, πώς ξεφεύγουνε; Τι βασανιστικοί που είναι οι καλοί πωλητές!" Άφησε στον πάγκο τον R. και πήγε σ΄ενα καλάθι με τιμές ευκαιρίας. Θυμήθηκε πως εκδικήθηκε το μεγαλομπακάλη της πλατείας Μαβίλη σαν γύρισε από τη Γαλλία, ένα χρόνο μετά την επικράτηση της χούντας. Ψώνιζε από κεί και πριν , π.Χ. Δεν ήταν ποτέ πλούσια αλλά ζούσε ευπρεπώς, απλά. Ο άντρας που είχε τότε ήταν μόνο κρεοφάγος. Ήτανε ταμένος να ξοφλήσει την προγονική πείνα τριών γενιών τουλάχιστο. Αγόραζαν λοιπόν μεγάλες ποσότητες κρέατος και φρούτων. Ο μεγαλομπακάλης που είχε μιά πρώτη μορφή σούπερ μαρκετ, τους εφοδίαζε και από ουίσκυ κι ότι άλλο χρειαζόταν σ΄ένα σπιτικό και τους εκτιμούσε πολύ. Σαν γύρισε, μ.Χ. πιά, ζόυσε πανάθλια. Μιά φορά τη βδομάδα κατέβαινε κι αγόραζε από τον ίδιο μπακάλη ένα τυποποιημένο πακέτο συκωτάκια πουλιών που ΄ρχόταν απο το εξωτερικό, πάμφθηνο. Έτσι βολευόταν για όλη τη βδομάδα κι αυτή κι ο σκύλος της, ένα τόσο δα κοντοπόδαρο συντροφάκι. Όταν την πρωτόδε ο μπακάλης της έκανε πολλές χαρές. Τι θα πάρετε κυρία μου και δώσ΄του υποκλίσεις. Αλλά σαν την είδε να παίρνει τα συκωτάκια του μισού κιλού συνέχεια και να χάνεται μια ολόκληρη βδομάδα, άρχισε να τσαντίζεται. Ίσως στην αρχή να νόμιζε πως έκανε απ΄αλλού τις προμήθειές της. Όμως αυτοί όλοι έχουνε μιά μύτη πολύ ευαίσθητη στα πορτοφόλια. Κατάλαβε λοιπόν πως η κυρία δεν ήταν πιά "κυρία" επιπέδου και την άφηνε να περιμένει με την ώρα ώσπου να της δώσει κάθε φορά το πακετάκι της. Κάποτε μάλιστα αποφάσισε πως δεν είχε κανένα λόγο να κουράζεται για μιά τετοια φτωχαδούρα. Την είδε να καταφτάνει με το σκυλάκι αγκαλιά.
"Τι θα πάρει η κυρία;" ρώτησε σαρκαστικά, έτοιμος για το χτύπημα.
"Ενα πακέτο συκωτάκια, παρακαλώ".
"Δεν έχομε, δε θα ξαναφέρομε..."
"Δεν θα ξαναφέρετε; Και τώρα;" τον ρώτησε μ΄ένα ύφος σα να ΄πεφτε η συμφορά του κόσμου στο κεφάλι της.
"Και τώρα τι θα γίνω;"
Ο μπακάλης την κοίταζε ξαφνιασμένος. "Τούτο δώ, του ΄πε με το αθωότερο ύφος του κόσμου", δείχνοντας το σκυλί της, "δεν τρώει τίποτα άλλο, μα τίποτα, μόνο συκωτάκια πουλιών. Και είσαστε ο μόνος που φέρνατε σ΄όλη τη περιοχή". Ο μπακάλης την κοίταζε με πραγματικό μίσος. Είχε καταφέρει να τον γεμίσει αμφιβολία για το αν ήταν ντιπ μπατιρημένη ή άν ερχότανε στο μαγαζί του μόνο για τα συκωτάκια και τα υπόλοιπα τα ψώνιζε απ΄αλλού.
Χαμογέλασε! Πάντα σαν θυμόταν αυτή τη σκηνή χαμογελούσε από σαδιστική χαρά. Η πωλήτρια την παρακολουθούσε κι είδε το χαμόγελό της, τη στιγμή που΄βγαλε απο το βάθος του καλαθιού ένα καλοδεμένο κόκκινο βιβλίο. "μπά ένας Τάκιτος", της είπε. "και τι ωραία έκδοση!"
"Και πολύ φτηνός, την πληροφόρησε χαμογελώντας η πωλήτρια, μόνο εβδομήντα δραχμές"
"Για φαντάσου! Μόνο εβδομήντα!". Καημένη κοπέλα, να ΄ξερες! Τον στρυφογύριζε στα χέρια της, προσπαθώντας να βρεί έναν τρόπο να ξεφύγει. Βέβαια έναν R. θα τον έπαιρνε οπωσδήποτε, μόλις πληρωνόταν. Σήκωσε τα μάτια της αποφασισμένη ν΄αρνηθεί. Το πρόσωπο της πωλήτριας φιλικό μ΄ένα οικείο, ζεστό χαμόγελο, βρισκόταν απέναντί της. "Λοιπόν, τη ρώτησε, τους δύο R. και τον Τάκιτο;" Ένοιωσε την άμυνά της να εξουδετερώνεται.
-Όχι, όχι, θα πάμε μακριά, όχι.... μιά άλλη φορά. Είδε την πωλήτρια να κόβει στο μπλόκ τους δύο τόμους του R. "καλά, βλάκα μου, την πάτησες. Μια βδομάδα ρύζι, παρά ν΄αρνηθείς τούτα τα δυό βιβλία που λαχταράς και μάλιστα από μιά κοπέλα τόσο τρυφερή!....". Αυτό δεν την εμπόδισε να νιώσει μια δυσφορία. ¨ενας ψιλός ιδρώτας κάλυψε το μέτωπό της καθώς κατέβαινε με την απόδειξη στο χέρι που δεν είχε τολμήσει κάν να κοιτάξει. Στα μισά της σκάλας την πρόλαβε η πωλήτρια και της άπλωσε χαμογελώντας μιά άλλην απόδειξη. "Σας έκοψα σε μισή τιμή και τον Τάκιτο, είναι λίγο φθαρμένος στη ράχη", της ψιθύρισε συνωμοτικά, "αφού τον θέλατε τόσο!". Κοιτάχτηκαν στα μάτια και χαμογέλασαν συνένοχα. "Ευχαριστώ, ευχαριστώ πάρα πολύ" και κατέβηκε ανάλαφρη τα λίγα σκαλοπάτια. "Τι τρυφεροί που΄ναι οι άνθρωποι! Τι τρυφεροί!" τραγουδούσε σχεδόν μέσα της, φτάνοντας στο ταμείο. Πήρε τα ρέστα, σαράντα τρείς δραχμές και βγήκε χαρούμενη στο δρόμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου