Οι στίχοι που ακολουθούν γράφτηκαν
με χιουμοριστική διάθεση & στύλ Σουρή
σε μια πολύυυυυυ νεαρή ηλικία,
μετά από μια επεισοδιακή έξοδο με μια φίλη μου,
με το αγαπημένο μου 127-sport-70 HP Abarth
έξοδο που κατέληξε σε ατύχημα, ευτυχώς χωρίς θύματα
(αν εξαιρέσω της Νταίζης τα ερωτικά βέλη
που παρά λίγο να με στείλουν "αδιάβαστο",
σ'ένα γκρεμό, κοντά στη Σαρωνίδα)
Τρέλες και κόντρες...
==================
Ας γράψω είπα κι ένα στίχο
έτσι όπως γουστάρω εγώ
σκέπτομαι λίγο, έπειτα βήχω
για θέμα βρίσκω το "ωτό"
Ξάπλα αράζω στο τιμόνι
κι ευθύς σφιχτά δένω τη ζώνη
τα γκάζια τσίτα τα πατάω
σαΐτα φεύγω και λυσσάω
Με "πάντες" παίρνω τις στροφές
πετάω άμα λάχει και "κολιές"
χειρόφρενο χώμα σαν δω
τραβώ, και σβούρες παίρνω δυό
Βογγάει το έρημο φιατάκι
καθώς χτυπά σ'ένα χαντάκι
Η μηχανή του πάει ν' ανάψει
δεν θέλει χάδια αυτό τ'αμάξι
Ποτέ σε κόντρες δεν κωλώνω
σ΄εφτα χιλιάδες το πλακώνω
κι οχτώ χιλιάδες οι στροφές
τα λάστιχα πετούν φωτιές
Μπήκα μαζί με το Νταιζάκι
ένα όμορφο γλυκό βραδάκι
Με "χίλια" πάω στη Σαρωνίδα
τέρμα τα γκάζια και "σανίδα"
Στη ντισκοτέκ του Golden Cost
φοράω -θυμάμαι- και Lacost
πάμε και πίνουμε ουίσκι
ώσπου νυχτιά βαθιά μας βρίσκει
Σαν φεύγουμε απ το τραπέζι
με τ'άστρα ο ήλιος μπρος μου παίζει
Την Νταίζη έβλεπα "διπλή"
και πέταγα σαν το πουλί
Super, στο Λαγονήσι βάζω
ταχύτητα δεν κατεβάζω
καθώς φιδάκια οι στροφές
μπροστά περνούν απανωτές
Σφίξε, Νταιζούλα μου, τη ζώνη
για δες, ο χάρος μας σιμώνει
δεν υπακούει πια το τιμόνι
ζικ-ζακ διαγράφει το "κανόνι"
Μπαίνουμε μ'εκατόν σαράντα
μπροστά γκρεμός, πίσω χαράδρα
"τέρμα" το τιμόνι κόβω
στις δυό ρόδες το σηκώνω
"Κύμινο" μέχρι να πούμε
στον γκρεμό πλάι θα βρεθούμε
Το κεφάλι έχουμε κάτω
και στον ουρανό τον "πάτο"
"Χτύπησες"; ρωτάει η Νταιζούλα
Μες 'τ' αμάξι που είναι "ζούλα"
Για, κοπάνα την ευθύς
τώρα που είναι ενωρίς
μην αρπάξουμε φωτιά
και καούμε σαν χαρτιά
Το παράθυρό μου ανοίγω
και τη ζώνη ξετυλίγω
Μα η Νταίζη πιο γοργά
βγαίνει έξω στα σκοτεινά
... κρίμα, κι ένιωθα γλυκά
και πολύ ρομαντικά
έτσι ανάποδα εκεί πέρα
με τα πόδια στον αέρα....
Author: Taxidiotis
3 σχόλια:
Και ένα "σχετικό", απ τον Ελύτη
για να μη χάσουμε της ποίησης το μέτρο
Η ALFA ROMEO
Θαύμασα τον Παρθενώνα
και στην κάθε του κολόνα
βρήκα τον χρυσό κανόνα
Όμως σήμερα το λέω
βρίσκω το καλό κι ωραίο
σε μια σπορ Alfa Romeo
Καλοκαίρια και χειμώνες
να 'ναι γύρω μου ελαιώνες
πίσω μου όλ' οι αιώνες
Κι όπου μπρος μου ο δρόμος βγάζει
και σε πειρασμό με βάζει
δώσ' του να πατάω το γκάζι
Με τη δύναμη του λιόντα
και με του πουλιού τα φόντα
πιάνω τα εκατόν ογδόντα
Γεια σας θάλασσες και όρη
γεια σας κι έχω βάλει πλώρη
για της Αστραπής την Κόρη.
Πολύ χαριτωμένο! Όταν το διαβάζεις αποστασιοποιημένα φυσικά, από το γεγονός, που αυτό καθ΄ αυτό, δεν είναι καθόλου αστείο.
Τη Word Verification τη χρειάζεσαι ή την έχεις ξεχάσει; Προσφέρει κάτι;
Καλό απόγευμα!
Αλλες εποχές, άλλα μυαλά...
Μπορεί η ποιητική του αξία να είναι ασήμαντη, περιγράφει -όμως- λεπτομερώς μια περιπέτεια νεανικής τρέλας..
Παρέλειψα να πω οτι κυνηγούσα την BMW του φίλου μου του Νίκου, που έτρεχε να ξεμοναχιάσει την αδελφή της Νταίζης (μια δίμετρη 16-αρα που έδειχνε 23 και βάλε)
Ο φίλος μου είδε στον καθρέφτη ολόκληρη την απογείωσή μας (σαν ιπτάμενος Ολλανδός, είπε αργότερα) και γύρισε έντρομος σε χρόνο μηδέν.
Και εμείς, δεμένοι στο κάθισμα ακόμα, με τα πόδια στον αέρα και το φιατάκι να αιωρείται στην άκρη του γκρεμού, ακούσαμε τις φωνές τους να ουρλιάζουν:
- "Είστε ζωντανοί"? (Νίκος)
- "Πεθάνατε"? (η αδελφούλα)
- "Ρε παιδιά... καινούργιο αυτοκίνητο... έπαθε μεγάλη ζημιά?" ρώτησα εγώ με αφέλεια, χωρίς να ξερω οτι γλυτώσαμε στο τσακ απο του χάρου τα δόντια
- "Εεεε, αη γ.... εσύ και το αυτοκίνητό σου, μας έσκασες", απάντησε ο Νίκος, ενώ η Νταίζη πανικόβλητη το έσκασε απ το παράθυρο
Κι εγώ, σκεφτόμουνα απελπισμένος "τι θα πω στον πατέρα μου, σε λίγες ώρες έπρεπε να τον πάω στο αεροδρόμιο"...
Σταμάτησε κόσμος να χαζέψει το θέαμα, το φιατάκι με τις ρόδες στον αέρα ήταν "ζουλιγμένο στην οροφή" αλλά άθικτο κατα τα άλλα (δεν προσκρούσαμε κάπου)
Τους είπα, ρε παιδιά, μια και κατεβήκατε, βάλτε ένα χεράκι να το γυρίσουμε, (πού να περιμένω την ΕΛΠΑ , στις δυό τη νύχτα?)
Φάγαμε κάτι στη Γλυφάδα για να συνέλθουμε... και μετα κάναμε παλι κόντρες, στην Κηφισίας... Το φιατάκι είχε χαμηλώσει 10 πόντους...
- "Μέχρι τα 100", δήλωσα, "μη φύγει καμιά ρόδα".
Διανυκτέρευσα στον φίλο μου, και το πρωί δανείστηκα το αυτοκίνητο μιας άλλης φίλης, που ήταν πανομοιότυπο, "ίδιο χρώμα, ίδιο άρωμα, σχεδόν ο ίδιος αριθμός".
Πάρκαρα τη "μαϊμού" κάτω απο το σπίτι, μέχρι να περάσει η "μπόρα".
Οταν βεβαιώθηκα οτι ο μπαμπάς ήταν μακρυά... αποκάλυψα το συμβάν (στη μαμά που με... καταλάβαινε)
Μέχρι να γυρίσει πίσω ο μπαμπάς, το είχε χωνέψει και είχε ξεθυμάνει...
Μου κράταγε μούτρα, σιωπηλός για μια βδομάδα, αλλά ΔΕΝ μού'πε ΠΟΤΕ ΤΙΠΟΤΑ...
Ζήτησε μόνο πίσω τα κλειδιά (σε κανα-δυό μήνες, πήρα το δίπλωμά μου στο Πολυτεχνείο και μου τα επέστρεψε)
Τέλειος πατέρας....
Μου λείπει...
Δημοσίευση σχολίου