Έβρεχε δυνατά, μα δε θα πνιγόταν κιόλας να πεταγόταν στο ψιλικατζίδικο της γωνίας να πάρει την εφημερίδα και τσιγάρα. Η ομπρέλα της είχε τρυπήσει που και που και περνούσε νερό. Ένοιωθε αγαλλίαση με τις σταγόνες της βροχής στο πρόσωπό της. Επιστρέφοντας έσφιγγε ανυπόμονα την εφημερίδα στη μασχάλη της. Πάντα τη Δευτέρα οι απογευματινές εφημερίδες της έδιναν περισσότερη χαρά. Η σιωπή του εικοσιτετράωρου τη γέμιζε με την ελπίδα απροσδόκητων νέων. Ανέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια του πρώτου ορόφου ανοίγοντας την τσάντα της για τα κλειδιά. Τότε τις είδε. Εκεί , μπροστά στην πόρτα της σχημάτιζαν ένα βουναλάκι. Χοντρές, φουσκωτές σταγόνες που΄χαν κυλήσει από κάποια ομπρέλα που την κρατούσε κάποιος, στημένος εδώ, μπροστά στην κλειστή πόρτα της, χτυπώντας το κουδούνι. Κι αυτή; Φρέσκιες σταγόνες που΄σταξαν, μόλις τώρα δα, απόδειξη πως δεν πρόλαβαν ν΄απλωθούν.
Τις κοίταζε με τα μάτια τεντωμένα: "Κάποιος ήρθε. Τώρα, πριν λίγο. Ποιός ήρθε; Μα δεν έλειψα ούτε πέντε λεπτά", απολογιότανε σκύβοντας προς τα κάτω, κοιτώντας άπληστα, ερευνητικά τους σιωπηλούς μάρτυρες, ώσπου βρέθηκε γονατισμένη. "Μα ποιός ήρθε. Ποιός;" φώναζε κοιτώντας με τα μάτια γουρλωμένα τις χοντρές σταγόνες που κρατούσαν αδιάφορες και σκούπιζε αγανακτισμένη τα πλημμυρισμένα από δάκρια μάτια της, σα να την εμπόδιζαν ν΄ανακαλύψει την ταυτότητα του επισκέπτη. "Και γιατί, γιατί δεν περίμενε...... Εγώ, εγώ γύρισα αμέσως...."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου